- επιγένεια
- η1. η αλλαγή τής διαδρομής ποταμού, σε γεωλογική δομή πετρωμάτων διαφορετική από την αρχική2. η αλλαγή τής χημικής σύστασης ορυκτού χωρίς μεταβολή τής μορφής του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιγενής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σικυώνιος ποιητής, από τους αρχαιότερους τραγικούς. Για τη ζωή του και το έργο του υπάρχουν πολύ αόριστες πληροφορίες. Μερικοί φιλόλογοι τον θεωρούν ημιμυθικό πρόσωπο, ενώ κατά το λεξικό της Σούδας (Σουίδας),… … Dictionary of Greek
επιγενετικός — ή, ό [επιγένεση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία τής επιγενέσεως 2. ο σχετικός με την επιγένεια («επιγενετική ακτή» ακτή που έρχεται σε επαφή με διαφορετική από την αρχική δομή πετρωμάτων κατόπιν οπισθοχωρήσεως) … Dictionary of Greek
υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… … Dictionary of Greek